αναγλυφικός

αναγλυφικός
-ή, -ό [ανάγλυφος]
ο αναγλυπτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάγλυφος — η, ο (Α ἀνάγλυφος, ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη 2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα 3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο* νεοελλ. 1. λέγεται επίσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”